πάραλος

πάραλος
Ιερή τριήρης της αρχαίας Αθήνας, που μαζί με το άλλο ιερό πλοίο, τη Σαλαμινία εχρησιμοποιείτο για επείγουσες κρατικές υποθέσεις. Για τον λόγο αυτό είχε μόνιμο πλήρωμα, που βρισκόταν συνεχώς σε ετοιμότητα. Οι δύο αυτές τριήρεις είχαν πάρει τα ονόματά τους από τους αρχαιότατους χρόνους, όταν η Αθήνα είχε μόνο δύο πλοία για να επικοινωνεί με τη Σαλαμίνα και την Παραλία. Όταν η Αθήνα απέκτησε στόλο, η Π. και η Σαλαμινία έμειναν ως ιερά πλοία και αναλάμβαναν επείγουσες δημόσιες υπηρεσίες, όπως μεταφορά πρεσβειών και φόρων από τις υποτελείς πόλεις, σύλληψη και μεταφορά εγκληματιών κλπ. Ο μισθός του πληρώματος ήταν 4 οβολοί την ημέρα και προερχόταν από τον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό των Αθηναίων για έργα ειρήνης (ναυπήγηση πλοίων, επισκευές τειχών κλπ.). Στις ναυμαχίες, πάνω στην Π. βρισκόταν ο στρατηγός των Αθηναίων, ο οποίος διηύθυνε από εκεί τις επιχειρήσεις. Το 405 π.X., στην περίφημη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς, η Π. διέφυγε την αιχμαλωσία, και μόνη αυτή, από τον στόλο των Αθηναίων, κατόρθωσε να φτάσει στον Πειραιά και vα αναγγείλει την ήττα και την καταστροφή. πάραλοι. Το πλήρωμα της ιερής τριήρους Π. Το πλήρωμα διατήρησε την ονομασία του αυτή ακόμα και όταν, με διαταγή της βουλής των τετρακοσίων, μετατέθηκε από την Π. σε άλλο πλοίο. Αυτή η μετάθεση είχε τον χαρακτήρα τιμωρίας, επειδή οι π. έφεραν στους δημοκρατικούς της Αθήνας το μήνυμα ότι ο στόλος των Αθηναίων, που βρισκόταν στη Σάμο, δεν επιδοκίμαζε την πολιτική μεταβολή που επέφεραν οι τετρακόσιοι στην Αθήνα.
* * *
-ον Α
1. αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράλιος («νησαίας πόλεις χέρσους τε παράλους» Ευρ.)
2. αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ναυτικός («πάραλον Ἑλλήνων στρατόν», Ηρόδ.)
3. φρ. «ἡ Πάραλος ναῡς» ἡ, Απλώς, «ἡ Πάραλος»
α) ένα από τα ιερά αθηναϊκά πλοία που μετέφερε τα δημόσια χρήματα ή τους άρχοντες στις θεωρίες, στις ιερές αποστολές και στις πρεσβείες
β) φυτό που φύονταν κοντά στη θάλασσα, πιθ. η αρμυρήθρα
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πάραλοι
α) οι κάτοικοι τών παραλίων
β) το πλήρωμα τής Παράλου αποτελούμενο αποκλειστικά από ελεύθερους πολίτες
γ) ναύτες
5. φρ. «ἡ πάραλος γῆ» — η παραλιακή χώρα τής Αττικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -αλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί-αλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Πάραλος — by masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάραλος — by masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПАРАЛ —    • Πάραλος,        1. см. Paralia, Паралия;        2. береговая полоса в Фессалии, принадлежавшая мелийцам. Жители этой страны назывались Παράλιοι (Thuc. 3, 92);        3. П. ναυ̃ς (на надписях Παραλία), священный корабль (трирема),… …   Реальный словарь классических древностей

  • πάραλον — πάραλος by masc/fem acc sg πάραλος by neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παράλοιο — Πάραλος by masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλοιο — πάραλος by masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παράλοις — Πάραλος by masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλοις — πάραλος by masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παράλου — Πάραλος by masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλου — πάραλος by masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”